Sõna possession tõlge prantsuse-kreeka
- δαιμονισμός
- ιδιοκτησία
- κατοχήΣε αυτή την κατεύθυνση, η κατοχή αποθεμάτων είναι ζήτημα βασικής εθνικής ασφάλειας. À cet égard, la possession de réserves est une question de sécurité nationale de base.
- κυριότητα
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud