Sõna orgueil tõlge prantsuse-kreeka

  • υπερηφάνειαΜόνο οι Σέρβοι, με την αδιαλλαξία και την πληγωμένη υπερηφάνεια τους, δεν υποστήριζαν αυτόν τον στόχο. Seuls les Serbes, dans leur intransigeance et leur orgueil blessé, ne se joignent pas à l'esprit général.
  • ακαταδεξιά
  • αλαζονεία
  • αξιοπρέπεια
  • εγωισμός
  • ματαιοδοξίαΔεν καταγγέλλεται συνεχώς με βάση την εθνική ματαιοδοξία. Elle ne fait pas l'objet de critiques incessantes fondées sur l'orgueil national.
  • οίησηΑυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι όλοι χαμένοι στο παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης· δημιουργεί επίσης μερικούς πάμπλουτους νικητές. Il n'y a bien sûr pas que des perdants dans le jeu de la mondialisation; il y a aussi des gagnants gonflés d'orgueil.
  • περιφρόνηση
  • υπεροψία
  • φιλότιμο

Populaarsed tõlked

Parimad sõnaraamatud

Sõnaraamat

Tõlked soome keelest inglise keelde, rootsi keelest soome keelde ja üle 20 teise keelde

Sõnaraamat on tasuta internetsõnaraamat. Tõlked üle 20 keeles. Kasuta arvutil, telefonil või tahvelarvutil!

Kasutustingimused   Privaatsuspoliitika     Võta ühendust

In EnglishAuf DeutschEn españolPå svenskaSuomeksi

Mindmax

Sisu põhineb Wiktionaryn artiklitele.
Materjal on kasutatav Creative Commons Attribution-ShareAlike lisentsiga.
© 2004-2024 Sõnaraamat