Sõna orgueil tõlge prantsuse-kreeka
- υπερηφάνειαΜόνο οι Σέρβοι, με την αδιαλλαξία και την πληγωμένη υπερηφάνεια τους, δεν υποστήριζαν αυτόν τον στόχο. Seuls les Serbes, dans leur intransigeance et leur orgueil blessé, ne se joignent pas à l'esprit général.
- ακαταδεξιά
- αλαζονεία
- αξιοπρέπεια
- εγωισμός
- ματαιοδοξίαΔεν καταγγέλλεται συνεχώς με βάση την εθνική ματαιοδοξία. Elle ne fait pas l'objet de critiques incessantes fondées sur l'orgueil national.
- οίησηΑυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι όλοι χαμένοι στο παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης· δημιουργεί επίσης μερικούς πάμπλουτους νικητές. Il n'y a bien sûr pas que des perdants dans le jeu de la mondialisation; il y a aussi des gagnants gonflés d'orgueil.
- περιφρόνηση
- υπεροψία
- φιλότιμο
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud