Sõna oskarżona tõlge poola-kreeka
- κατηγορούμενοςΩστόσο, έχουν υπάρξει περιπτώσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος δεν ήταν παρών στη δίκη, παρόλα αυτά όμως το δικαστήριο εξέδωσε καταδικαστική απόφαση. Niemniej jednak zdarzały się przypadki, gdzie osoba oskarżona nie pojawiła się na rozprawie, a sąd mimo to wydał wyrok.
- εναγομένη
- εναγόμενος
- κατηγορουμένη
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud