Sõna nieprzyzwoity tõlge poola-kreeka
- αισχρήΣε μια περίοδο που χιλιάδες θέσεις εργασίας διακυβεύονται στην αυτοκινητοβιομηχανία και σε τομείς υπεργολαβίας, αυτή η αντεθνική επιλογή είναι ηθικά αισχρή και οικονομικά αυτοκαταστροφική. W momencie gdy bezpośrednio zagrożone są tysiące miejsc pracy w przemyśle samochodowym i branżach pokrewnych, ten antynarodowy wybór jest moralnie nieprzyzwoity i nosi cechy ekonomicznego samobójstwa.
- αισχρό
- αισχρός
- άσεμνα
- βρόμικος
- βρώμικος
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud