Sõna μένω tõlge kreeka-tsehhi
- bydlet
- zůstat
- pobýt
- setrvatTaké uznáváme důležitost řešení diskriminace starších pracovníků a použití dalších opatření s cílem pomoci občanům setrvat v zaměstnání. Αναγνωρίζουμε επίσης τη σημασία της αντιμετώπισης των διακρίσεων εις βάρος των ηλικιωμένων εργαζομένων και της χρήσης άλλων μέτρων που θα βοηθήσουν τα άτομα να παραμείνουν στην εργασία.
- žít
- zůstávat
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud