Sõna λίπασμα tõlge kreeka-prantsuse
- fertilisantIl s'agit d'un secteur tout à fait distinct lorsqu'on parle de combustible et d'un secteur qui touche également aux fertilisants. Πρόκειται για έναν εντελώς ανεξάρτητο τομέα παραγωγής καυσίμου που χρησιμοποιείται και ως λίπασμα.
- engrais
- fumier
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud