Sõna επιληψία tõlge kreeka-prantsuse
- comitialité
- épilepsieActuellement, six millions d'Européens souffrent d'épilepsie. Σήμερα, πάσχουν από επιληψία έξι εκατομμύρια Ευρωπαίοι. Saint-Valentin lui-même était connu pour avoir souffert d'épilepsie. Ο ίδιος ο Άγιος Βαλεντίνος αναφέρεται ότι έπασχε από επιληψία. Il existe une disparité choquante dans les soins proposés pour traiter l'épilepsie au sein de l'Union européenne. Παρατηρείται συγκλονιστική απόκλιση προτύπων ως προς την περίθαλψη της επιληψίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
- haut mal
- mal caduc
- mal comitial
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud