Sõna ελάφρυνση tõlge kreeka-prantsuse
- allégementL'allégement de la dette prend donc un caractère particulièrement urgent. Επομένως, η ελάφρυνση του χρέους είναι ιδιαίτερα επείγουσα. Ma conviction, c'est que l'allégement de la dette participe au financement du développement. Αποτελεί πεποίθησή μου ότι η ελάφρυνση του χρέους συμβάλλει στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Je souhaite aborder le problème de l'allégement de la dette du tiers monde. Θέλω να αναφερθώ στο ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους του Τρίτου Κόσμου.
- dégrèvement
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud