Sõna αδυνάτισμα tõlge kreeka-prantsuse
- amaigrissementJe vois d'un bon il tout ce qui fait maigrir et rend mince, à condition que cela se fasse avec bon sens et d'une manière qui ne soit pas excessivement pénible pour celui qui subit cet amaigrissement. Ό,τι αδυνατίζει και κομψαίνει εγώ το βλέπω θετικά, αρκεί να γίνεται με τρόπο όχι υπερβολικά επιβαρυντικό για εκείνον που υφίσταται αυτό το αδυνάτισμα και να γίνεται με λογική.
- perte de poids
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud