Sõna καταγωγή tõlge kreeka-itaalia
- stirpe
- ascendenzaLa risoluzione fondamentale si limita ai crimini perpetrati sulla base della razza, del colore della pelle, della religione, dell'ascendenza o dell'origine nazionale o etnica. Το ίδιο το βασικό ψήφισμα περιορίζεται σε εγκλήματα που διαπράττονται με βάση τη φυλή, το χρώμα του δέρματος, τη θρησκεία, την καταγωγή ή την εθνική ή εθνοτική καταγωγή. La nozione di origine è fondamentale infatti, poiché le eventuali discriminazioni possono riguardare non solo lo status attuale di un individuo, ma anche la sua origine, cioè la sua ascendenza. Η έννοια της καταγωγής έχει πράγματι κεφαλαιώδη σημασία, αφού οι ενδεχόμενες διακρίσεις μπορούν να αφορούν όχι μόνο το παρόν καθεστώς ενός ατόμου αλλά επίσης την καταγωγή του, την προέλευσή του.
- bagaglio culturale
- discendenza
- formazione
- istruzione
- legato
- lignaggio
- linea di parentela
- nascita
- origini
- retaggio
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud