Sõna ηλικία tõlge kreeka-hollandi

  • leeftijd
    Voor een meisje is twintig jaar een uitstekende leeftijd. Για κορίτσι, τα είκοσι χρόνια είναι μια πολύ καλή ηλικία. de verhoging van de pensioengerechtigde leeftijd is onontkoombaar; είναι απαραίτητη η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης· Situatie van vrouwen die de pensioengerechtigde leeftijd naderen ( Η κατάσταση των γυναικών που πλησιάζουν την ηλικία συνταξιοδότησης (
  • aevum
  • ouderdomDeze aanduiding van jenever wijst namelijk op de bereidingswijze van de drank en niet op ouderdom. Πράγματι, αυτή η ένδειξη του τζιν αναφέρεται στη μέθοδο παρασκευής του τζιν και όχι στην ηλικία του. In Slowakije ligt de gemiddelde ouderdom van de gebruikte motorvoertuigen veel hoger dan in de rest van Europa. Στη Σλοβακία, ο μέσος όρος ηλικίας αυτοκινήτων στους δρόμους είναι πολύ μεγαλύτερος σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Er wordt een verhoging van de pensioenleeftijd geëist afhankelijk van de levensverwachting, met andere woorden, werken tot op hoge ouderdom. Απαιτούν αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, ανάλογα με το προσδόκιμο της ζωής, δηλαδή δουλειά μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Populaarsed tõlked

Parimad sõnaraamatud

Sõnaraamat

Tõlked soome keelest inglise keelde, rootsi keelest soome keelde ja üle 20 teise keelde

Sõnaraamat on tasuta internetsõnaraamat. Tõlked üle 20 keeles. Kasuta arvutil, telefonil või tahvelarvutil!

Kasutustingimused   Privaatsuspoliitika     Võta ühendust

In EnglishAuf DeutschEn españolPå svenskaSuomeksi

Mindmax

Sisu põhineb Wiktionaryn artiklitele.
Materjal on kasutatav Creative Commons Attribution-ShareAlike lisentsiga.
© 2004-2024 Sõnaraamat