Sõna άπληστος tõlge kreeka-hispaania
- codicioso
- avaricioso
- avaro
- ávidoY no es de extrañar que el jefe de estado bielorruso, ávido de poder, se muestre preocupado acerca del resultado. Και όχι άδικα ο άπληστος για εξουσία ηγέτης της Λευκορωσίας ανησυχεί κάπως για την έκβασή τους.
- avorazado
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud