Sõna fidanzato tõlge itaalia-kreeka
- γκόμενος
- αμόρε
- αρραβωνιαστικός
- γκόμενα
- φίλη
- φίλοςΧωρίς να είναι εν γνώσει της και χωρίς τη συγκατάθεσή της, ο φίλος της κατέγραφε τις κοινές ιδιωτικές τους εμπειρίες και δημοσίευσε τις εγγραφές στο Διαδίκτυο μετά τη λήξη της σχέσης τους. A sua insaputa e senza il suo consenso, il fidanzato ha registrato le loro esperienze private comuni e ha pubblicato le registrazioni su Internet dopo la fine della loro relazione.
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud