Sõna caucho tõlge hispaania-kreeka
- ελαστικό
- ελαστικό κόμμι
- επίσωτρο
- καουτσούκΟι πρόσφατες αποφάσεις της Επιτροπής για τα καρτέλ κάλυπταν το συνθετικό καουτσούκ, τον εξοπλισμό μεταγωγής με μόνωση αερίου και το ακρυλικό γυαλί. Las últimas decisiones tomadas por la Comisión sobre los cárteles afectan al caucho sintético, los conmutadores con aislamiento gaseoso y el cristal acrílico.
- λάστιχο
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud