Sõna kauplus tõlge eesti-kreeka
- κατάστημαΣτην Αυστρία, μέχρι σήμερα η αγορά σε εμπορική έκθεση αντιμετωπιζόταν, από νομική άποψη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με την αγορά σε ένα κατάστημα. Austrias on laadal tehtud ostu seni õiguslikult vaadeldud samaväärsena kaupluses tehtud ostuga.
- μαγαζί
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud